Απ. Παπατόλιας: Πώς διαχειρίζεται τους κινδύνους ένα (πραγματικό) Επιτελικό Κράτος

Το (πραγματικό) Επιτελικό Κράτος όχι μόνο δεν κρύβεται πίσω από «ακραία φαινόμενα» και «ασύμμετρες απειλές», αλλά αντιθέτως αντλεί τον κύριο λόγο ύπαρξής του από τη συχνότητα αυτών των φαινομένων, έχοντας ως βασική αποστολή του την οριοθέτηση μιας σταθερά κρισιακής κατάστασης και την προληπτική οργάνωση της διαρκώς εντεινόμενης αβεβαιότητας

Α. Το Επιτελικό Κράτος στην εποχή της διακινδύνευσης

Aποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι στη λεγόμενη «εποχή της διακινδύνευσης», ο πολλαπλασιασμός των «ασύμμετρων απειλών», όπως οι υγειονομικές κρίσεις, η τρομοκρατία, οι φυσικές καταστροφές, αλλά και οι κάθε λογής οικολογικές επισφάλειες, έχει μετατοπίσει δομικά το ρόλο του Κράτους και έχει δώσει νέο νόημα στις έννοιες της δημόσιας ασφάλειας ή της κρατικής προστασίας. Η ουσιώδης αλλαγή είναι ότι τα παραδοσιακά κρατικά καθήκοντα, όπως η πρόνοια ή η αναδιανομή, σταδιακά εμπλουτίζονται – και συχνά υποκαθίστανται – στις δημόσιες προτεραιότητες από εκείνα της πρόληψης, της διαχείρισης ή της αποτροπής των νέων κινδύνων. Αυτή η νέα ιεράρχηση επηρεάζει μοιραία και την εσωτερική οργάνωση του Κράτους, η οποία οφείλει πλέον να προσαρμοστεί στις προδιαγραφές της αρχής της «προφύλαξης» και της «προληπτικής ασφάλειας», ώστε ο κρατικός μηχανισμός να αντιδρά αποτελεσματικά στις κρίσεις και να βελτιώνει τη συνολική «ανθεκτικότητα» της κοινωνίας μέσα από συνεκτικές δημόσιες πολιτικές ικανές να περιορίσουν τον αντίκτυπο των κινδύνων και των αναπόφευκτων καταστροφών.Σε αντίθεση με την εγχώρια φιλολογία, ωστόσο, αυτή η σταθερά συμβιωτική σχέση της αρχής της πρόληψης με τις νέες πρακτικές του κρατικού παρεμβατισμού αποτελεί το «σήμα κατατεθέν» του σύγχρονου «Επιτελικού Κράτους» σε όλες τις διοικητικά προηγμένες χώρες του δυτικού κόσμου. Σε καμία τέτοια χώρα, μάλιστα, δεν θα διανοούνταν οι κυβερνώντες να επικαλεστούν την κλιματική κρίση ή άλλες μορφές «ασύμμετρων απειλών» (τρομοκρατία, υγειονομική κρίση) ως άλλοθι ή δικαιολογία για τυχόν επιχειρησιακές αστοχίες ή αποτυχίες στη διαχείριση των κινδύνων. Μια τέτοια στάση θα φάνταζε παράδοξη από τη στιγμή που ο δομικός ρόλος του Κράτους έγκειται ακριβώς στην επιτυχή διαχείριση ακραίων φαινομένων και απρόβλεπτων κρίσεων, στην αποτελεσματική απόκρουση των κινδύνων και τη συστηματική άμβλυνση των δυσμενών επιπτώσεών τους.

Το αποτελεσματικό Επιτελικό Κράτος είναι, με άλλα λόγια, η μορφή κρατικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στην εποχή της διακινδύνευσης. Δεν είναι το «ελάχιστο Κράτος» της νεοφιλελεύθερης αντίληψης, αλλά το στοχευμένα παρεμβατικό Κράτος που αναπτύσσει στο έπακρο την ικανότητα της στρατηγικής πρόβλεψης των κινδύνων και του συντονισμού των οργανωτικών μονάδων του για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων. Είναι το Κράτος που αξιοποιεί όλα τα εργαλεία του ορθολογικού σχεδιασμού πρόληψης και αναλύει συστηματικά τη «μηχανική των κινδύνων», προκειμένου να αναθέσει ρόλους, να κατανείμει πόρους και να συντονίσει τα διαφορετικά επίπεδα διοίκησης και δράσης (Υπουργεία, Αυτοδιοίκηση, κοινωνία των πολιτών, ιδιωτικός τομέας) με τελικό στόχο να διασφαλίσει την επιχειρησιακή ετοιμότητα των μηχανισμών προστασίας και να εγγυηθεί τη συνολική ανθεκτικότητα της κοινωνίας, της οικονομίας και του περιβάλλοντος έναντι των κρίσεων. Το (πραγματικό) Επιτελικό Κράτος όχι μόνο δεν κρύβεται πίσω από «ακραία φαινόμενα» και «ασύμμετρες απειλές», αλλά αντιθέτως αντλεί τον κύριο λόγο ύπαρξής του από τη συχνότητα αυτών των φαινομένων, έχοντας ως βασική αποστολή του την οριοθέτηση μιας σταθερά κρισιακής κατάστασης και την προληπτική οργάνωση της διαρκώς εντεινόμενης αβεβαιότητας. Ο νέος αυτός ρόλος όχι μόνο δεν μειώνει, αλλά αντιθέτως αυξάνει δραματικά το μέτρο ευθύνης των κυβερνήσεων να επινοούν διαρκώς δημόσιες πολιτικές και να κινητοποιούν μέσα, πόρους και εργαλεία για να ανακόπτουν την πορεία ολοένα και περισσότερο απρόβλεπτων κρίσεων.

Β. «Επιτελική» προσέγγιση και «πολυεπίπεδη διακυβέρνηση» στην οργάνωση της πολιτικής προστασίας

Οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν είναι χρήσιμες ως αφετηρία ενός ευρύτερου προβληματισμού με αφορμή τις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές, οι οποίες θα έπρεπε να αξιοποιηθούν ως ευκαιρία για να διαγνωστούν και να θεραπευθούν οι δομικές αδυναμίες του συστήματος πολιτικής προστασίας στη χώρα μας υπό το φως μιας σύγχρονης αντίληψης για τον «επιτελικό ρόλο» του Κράτους που δεν θα εξαντλείται στην παραπειστική επιτελική αυταρέσκεια διακηρύξεων του τύπου «ολόκληρη η Ελλάδα θα είναι ασφαλής» (29-5-2021), που τραυματίζουν έτι περαιτέρω την ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην ικανότητα του κρατικού μηχανισμού. Ας μην λησμονούμε επίσης ότι ενώ η έννοια της «επιτελικότητας» είναι σύμφυτη με τον προληπτικό σχεδιασμό της ανάσχεσης των κινδύνων και του περιορισμού της πιθανότητας εκδήλωσής τους, στη χώρα μας οι πολιτικές πρόληψης των φυσικών καταστροφών παραμένουν ουσιαστικά ανύπαρκτες για δεκαετίες, όπως εμφατικά επεσήμαινε προ διετίας η περιλάλητη «Έκθεση Goldamer», με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περιθωριοποίηση της δασικής υπηρεσίας στον τομέα του συντονισμού της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Έτσι, σε αντίθεση με τις καλές πρακτικές της λεγόμενης «εμπεριστατωμένης διακυβέρνησης», στη χώρα μας ούτε σοβαρή και επιστημονικά τεκμηριωμένη «ανάλυση κινδύνων» επιχειρείται (παρότι αυτοί επιτείνονται από τις χωροταξικές αστοχίες και τη μείξη δασών-οικισμών) ούτε αξιόπιστος σχεδιασμός πρόληψης για τη μείωση της επικινδυνότητας εκπονείται με τη συνδρομή της δασικής ή της χωροταξικής επιστήμης ούτε, τέλος, μηχανισμοί παρακολούθησης της επιτυχούς ή μη εφαρμογής των προληπτικών μέτρων προβλέπονται, ώστε να ενεργοποιούνται έγκαιρα συστήματα προειδοποίησης για την οριοθέτηση των καταστροφών. Κοντολογίς, οτιδήποτε συνιστά «επιτελικό» στοιχείο είτε εκλείπει παντελώς είτε παραμένει ανενεργό. Εάν μάλιστα στην απουσία σχεδιασμού και παρακολούθησης της πρόληψης προστεθεί το φαινόμενο των χαοτικών δομών διαχείρισης και επιχειρησιακής καταστολής των κρίσεων, τότε συντίθεται η εικόνα ενός πλήρως κατακερματισμένου δημόσιου μηχανισμού που αδυνατεί δομικά να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις επιχειρησιακής ετοιμότητας που χαρακτηρίζουν εξ ορισμού ένα κανονικό Επιτελικό Κράτος.

Μια ουσιαστική «επιτελική προσέγγιση» στο επίμαχο πεδίο της θεσμικής οργάνωσης της πολιτικής προστασίας θα σήμαινε πρώτα απ’ όλα τη χάραξη μιας «ολιστικής στρατηγικής» αντιμετώπισης των κινδύνων. Μια στρατηγική που θα συνδυάζει α) τον ενιαίο εθνικό σχεδιασμό (Εθνικά Σχέδια Διαχείρισης) με β) τον αποκεντρωμένο χαρακτήρα των μέτρων διαχείρισης (περιφερειακά και τοπικά σχέδια), γ)τη συστηματική παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής του σχεδιασμού στα διαφορετικά διοικητικά επίπεδα και δ) τον επιχειρησιακό συντονισμό των συνεργειών όλων των εμπλεκόμενων μερών (συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτών και των εθελοντών)στο πλαίσιο ενός κοινού συστήματος διοίκησης περιστατικών με σαφή οριοθέτηση ρόλων βάσει των αρχών της «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης». Όπως μάλιστα αναγνωρίζουν τα ίδια τα συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης στη χώρα μας (ΚΕΔΕ,15-5-2019 και 23-7-2020), η «πολυεπίπεδη διακυβέρνηση», ως εγγενές γνώρισμα ενός αυθεντικού Επιτελικού Κράτους, αποτελεί καιτο ασφαλές θεμέλιο του επανασχεδιασμού της πολιτικής προστασίας στο μέτρο που επιτρέπει τη λειτουργική διασύνδεση και την αρμονική συνεργασία όλων των επιπέδων δημόσιας δράσης, από το σχεδιασμό της πρόληψης και τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ετοιμότητας μέχρι τη συντονισμένη κινητοποίηση φορέων και πόρων στο κυρίως κατασταλτικό επίπεδο και τις expost δράσεις αποκατάστασης ή δημόσιας μέριμνας για τους πληγέντες.

Κύρια αφετηρία ενός γνήσιου συστήματος επιτελικής πρόβλεψης δεν μπορεί παρά να είναι πρώτον, η οργανωμένη εκτίμηση-πρόγνωση των κινδύνων και η διαβάθμιση των απειλών σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο (σε στενή συνεργασία με την επιστημονική-ερευνητική κοινότητα) και δεύτερον, η απλοποιημένη τυποποίησή τους σε συγκεκριμένους «καταλόγους», ώστε να ενεργοποιούνται, στο πλαίσιο ενός επιχειρησιακού αυτοματισμού, συγκεκριμένα «Πρωτόκολλα Συντονισμού» με τη συμμετοχή εξειδικευμένων (ανάλογα με το είδος του κινδύνου) φορέων. Αυτή η πρακτική της τυποποίησης «υπηρεσιών» και «λειτουργιών έκτακτης ανάγκης», που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ ήδη από τις αρχές τη δεκαετίας του 1980, είναι σε θέση όχι μόνο να βάλει τέλος στο άναρχο σκηνικό της επιχειρησιακής πολυδιάσπασης και του ανεξάρτητου προγραμματισμού του κάθε φορέα, αλλά σταδιακά να περιθωριοποιήσει και τις αβάστακτες γραφικότητες «Υπουργών με μάνικα» που δήθεν καθοδηγούν τους έμπειρους επαγγελματίες ή ηγετών της Αυτοδιοίκησης που ηγούνται «στρατιάς υδροφόρων» για να επιβεβαιώσουν τηλεοπτικά την παρουσία τους… Είναι αυτονόητο, εξάλλου, ότι ένα σοβαρό Επιτελικό Κράτος παίρνει οριστικά τις αποστάσεις του από παρωχημένες πρακτικές «ηρωικής ηγεσίας», καθόσον εμπιστεύεται μόνο τις πάγιες, σταθερές και διαδικαστικά οριοθετημένες δομές λήψης των αποφάσεων, όπου ο καθένας γνωρίζει ανά πάσα στιγμή «πώς» και «πότε» πρέπει να ενεργήσει, βάσει συγκεκριμένων «κανόνων εμπλοκής» (rulesofengagement).

Γ. Ο αναγκαίος διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων πολιτικής προστασίας σε «κύριες» και «υποστηρικτικές»

Σε ένα τέτοιο ενοποιημένο σύστημα διοίκησης κρίσεων και περιστατικών, ο κεντρικός συντονισμός των φορέων διασφαλίζεται με έναν σχεδόν «αυτόματο» τρόπο υπό μία πρόσθετη προϋπόθεση που συνήθως λησμονείται στη χώρα μας παρά την πληθωριστική ρητορική περί «Επιτελικού Κράτους»: τη λειτουργική αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων, δηλαδή του πεδίου δράσης, όλων των φορέων και επιπέδων διοίκησης που εμπλέκονται στη διαχείριση της κρίσης. Παραδόξως, ενώ η ίδια η έννοια της «επιτελικότητας» προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ «επιτελικών» και «εκτελεστικών» αρμοδιοτήτων του Κράτους, ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει επιχειρηθεί ο διαχωρισμός των «κύριων» από τις «υποστηρικτικές» αρμοδιότητες στο πεδίο της πολιτικής προστασίας, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται, όπως υπογραμμίζει και το Πόρισμα Goldamer,η παθογένεια της απόδοσης «ασύνδετων» και «ετερόκλητων» αρμοδιοτήτων σε ποικίλους φορείς, οι οποίοι δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους με κριτήριο τον κεντρικό ή το συμπληρωματικό ρόλο τους. Η αδυναμία αυτή της αποσαφήνισης, που δεν θεραπεύθηκε ούτε με τον πολυδιαφημισμένο νόμο 4662/2020– ο οποίος επέτεινε το συνωστισμό στη διοικητική κορυφή με τη συνύπαρξη Υφυπουργού, αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα και Εθνικού Συντονιστή πολιτικής προστασίας-, αποτελεί πηγή πολλαπλών παρεξηγήσεων, συγχύσεων και αδρανειών, καθώς ούτε οι κεντρικοί ούτε οι τοπικοί φορείς αντιλαμβάνονται πλήρως τη φύση και τα όρια του ρόλου τους (πρωτοβουλιακό, συντονιστικό ή υποστηρικτικό). Το αποτέλεσμα είναι να επιδίδονται αμέσως μετά τη λήξη της καταστροφής στο γνωστό θλιβερό «blamegame», όπου όπου το κάθε μέρος προσπαθεί εναγωνίως και παντί τρόπω να μετακυλήσει στα άλλα την κύρια ευθύνη των αστοχιών ή της αποτυχημένης διαχείρισης…

Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η λύση πρέπει να αναζητηθεί σε ένα λειτουργικό σχήμα «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης», όπου το ένα επίπεδο συμπληρώνει το άλλο ανάλογα με το είδος του κινδύνου, το «δομικό» ή μη ρόλο του και την προδιαγεγραμμένη θέση του στο διοικητικό σύστημα (Κράτος, Αποκέντρωση, Αυτοδιοίκηση). Οι δε «αρμοδιότητες» του κάθε φορέα πρέπει να νοούνται ως «κρίκοι» στην «αλυσίδα» μιας ενιαίας δημόσιας πολιτικής, που ασκείται σε διαφορετικές φάσεις υπό το στιβαρό συντονισμό ενός ενιαίου εθνικού κέντρου (Εθνικός Φορέας Πολιτικής Προστασίας), που αναλαμβάνει την επιτελική ευθύνη του όλου κύκλου διαχείρισης των κρίσεων (πρόληψη, καταστολή, αποκατάσταση). Το σημερινό ισχύον σύστημα, αντιθέτως, πέρα από την ανασφάλεια δικαίου που γεννά η άτακτη κατανομή και σύγχυση των αρμοδιοτήτων, βρίσκεται στους αντίποδες μιας τέτοιας επιτελικής-πολυεπίπεδης διαχείρισης της έκτακτης ανάγκης, καθόσον αποστερεί συστηματικά το τοπικό και περιφερειακό επίπεδο από κάθε δυνατότητα ουσιαστικής δράσης στις ποικίλες φάσεις μιας κρίσης. Αυτός ο ολοφάνερα ατελέσφορος συγκεντρωτικός χαρακτήρας του συστήματος παραδόξως επιβιώνει εις πείσμα κάθε απόπειρας μεταρρύθμισής του σε μια πιο αποκεντρωμένη κατεύθυνση. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι το κύριο «θύμα» της αιφνιδιαστικής αναστολής της εφαρμογής του -κατά τα άλλα υπερπροβεβλημένου ως «καινοτόμου»- νόμου 4662/2020, πέρα από την επιχειρησιακή ανασφάλεια που προκάλεσε, ήταν η περιφερειακή διάρθρωση του συστήματος και οι 13 «περιφερειακοί συντονιστές», που «θυσιάστηκαν» με συνοπτικές διαδικασίες εν όψει των τριγμών που προκάλεσαν στο κομματικό σύστημα οι διαδικασίες ανάδειξής τους…

Δ. Η ανάγκη ενός εθνικού συντονιστικού φορέα

Την ίδια στιγμή, ωστόσο, πληθαίνουν οι φωνές στην επιστημονική κοινότητα και το πολιτικό προσωπικό που επισημαίνουν ότι η έκταση της πρόσφατης-δυσανάλογης- καταστροφής θα είχε περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό εάν είχαν εγκαίρως εκπονηθεί και ενεργοποιηθεί σοβαρά «περιφερειακά» και κυρίως «τοπικά σχέδια προστασίας». Αρχίζουν, έτσι, σταδιακά να διαμορφώνονται οι όροι μιας ευρύτερης συναντίληψης, έστω κι αν αυτή δεν έχει αποτυπωθεί ακόμη σε επίπεδο πολιτικών συσχετισμών, που επικαλείται τις «καλές πρακτικές» του εξωτερικού για τη θεσμική αναδιοργάνωση της πολιτικής προστασίας και ιδίως το δοκιμασμένο μοντέλο ενός Εθνικού-Επιτελικού Φορέα -είτε ως ημι-ανεξάρτητης αρχής εκτός κυβερνητικής ιεραρχίαςκαι πιθανή υπαγωγή της στην εποπτεία του Κοινοβουλίου είτε ως λειτουργικά αποκεντρωμένης δομής της Κεντρικής Διοίκησης και διακομματική-συναινετική ανάδειξη της ηγεσίας της- με κατ΄εξοχήν συντονιστικό και σχεδιαστικό ρόλο σε όλες τις «κύριες» και «υποστηρικτικές» αρμοδιότητες πολιτικής προστασίας. Πρόκειται κατά βάση για την υιοθέτηση τουλειτουργικού προτύπου της αμερικανικής Εθνικής Αρχής «Federal Emergency Management Agency» (FEMA), σε συνδυασμό με την ουσιαστική δραστηριοποίηση των αποκεντρωμένων ενοτήτων και των αυτοδιοικητικών δομών α’ και β’ βαθμού, οι οποίες θα καταρτίζουν τα ολοκληρωμένα τοπικά και περιφερειακά σχέδια προστασίας και ανθεκτικότητας και θα ενεργοποιούν τις τοπικές κοινωνίες σε όλες τις φάσεις αντιμετώπισης της κρίσης, προσδίδοντας κοινωνική γείωση και συνοχή στο πολυεπίπεδο και συμμετοχικό σχήμα διαχείρισης των κινδύνων.

Ε.«Τεχνογνωσία» της ανασυγκρότησης και επιστράτευση «προσωπικοτήτων»

Και μια τελευταία αλλά διόλου ελάσσων παρατήρηση. Η φάση της αποκατάστασης των καταστροφών, σύμφωνα με τη σύγχρονη οργανωσιακή θεωρία, αποτελεί οργανικό μέρος και θεμελιώδη λειτουργία του επιτελικού μηχανισμού πολιτικής προστασίας, άρρηκτα συνδεδεμένη με την πρόληψη (όπως ορθώς αναδεικνύει για άλλη μια φορά η Έκθεση Goldamer) και εξ αυτού του λόγου δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε από «by-pass» συγκυριακά σχήματα διοίκησης ούτε από adhoc αριστίνδην επιλογές ή κατά συνθήκην επιστράτευση «προσωπικοτήτων». Αυτές οι -επικοινωνιακής κατανάλωσης- πρακτικές αντιφάσκουν προς μια υγιή αντίληψη «επιτελικότητας», στο μέτρο που αποδέχονται σιωπηρά αφενός ότι οι επίσημα θεσπισμένες διαδικασίες θα απέβαιναν ανεπαρκείς για ένα τόσο ευαίσθητο εγχείρημα και αφετέρου ότι η τεχνογνωσία της ανασυγκρότησης και η «επιχειρησιακή αριστεία» θα πρέπει να αναζητηθούν εκτός του οργανωμένου Κράτους… Θα ήταν, όμως, άτοπο και αντιφατικό, ιδίως για όσους ομνύουν στο «Επιτελικό Κράτος», να καλλιεργείται η εντύπωση της μειωμένης εμπιστοσύνης στους μηχανισμούς του Δημοσίου και τον επαγγελματισμό των επιτελικών στελεχών του σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση απαιτητικών και πολυδιάστατων αποστολών. Η ιδέα ότι ο σχεδιασμός της ανασυγκρότησης με όρους δημοσίου συμφέροντος, η αποτελεσματική αξιοποίηση ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων και οι θεσμοθετημένες συμμετοχικές διαδικασίες της περιφερειακής ανάπτυξης μπορούν να υποκατασταθούν από τις εμπνεύσεις «προσωπικοτήτων», την προσωπική ακτινοβολία, την ευρύτερη αποδοχή ή την ενάρετη ηγεσία τους είναι εξόχως προβληματική από τη σκοπιά της επιτελικότητας. Εάν οι κυβερνώντες επιθυμούσαν ειλικρινώς να θέσουν το εγχείρημα της αποκατάστασης εκτός του ασφυκτικού ιεραρχικού -και κομματικού- ελέγχου δεν είχαν παρά να εφαρμόσουν το μοντέλο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και να διδαχθούν από τις επιτυχημένες πρακτικές «δημοκρατικού προγραμματισμού» του παρελθόντος (σεισμόπληκτοι Καλαμάτας) για τη στενή διασύνδεση Κεντρικού Κράτους, Αυτοδιοίκησης, ιδιωτικού τομέα και φορέων της τοπικής κοινωνίας στα πεδία του σχεδιασμού και της εφαρμογής των δράσεων ανασυγκρότησης. Καλό θα ήταν, εξάλλου, να θυμόμαστε ότι από αυτές ακριβώς τις διαδικασίες της οργανωμένης δημοκρατικής διαβούλευσης και του συμμετοχικού προγραμματισμού της τοπικής ανάπτυξης αντλούν τη φήμη και την αποδοχή τους και οι «προσωπικότητες», στις οποίες προσφεύγει σήμερα το αναποτελεσματικό Κεντρικό Κράτος, αναγορεύοντάς τες σε αναπόδραστους φορείς μιας «τεχνογνωσίας» από την οποία το ίδιο παραμένει περιέργως εσαεί αποξενωμένο…

*Ο Δρ. Απόστολος Ι. Παπατόλιας είναι Σύμβουλος ΑΣΕΠ, πρ. Νομάρχης- Δημοσίευσε πρόσφατα στις Εκδόσεις Σάκκουλα τη μελέτη «Θεωρία και Πράξη του Επιτελικού Κράτους».

Δημοσιεύτηκε στο ieidiseis.gr